ἐναποθέμενος

ἐναποθέμενος
ἐν-ἀποτίθημι
put away
aor part mid masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απόκειμαι — είμαι εναποθεμένος, βρίσκομαι: Οι περισσότερες αρχαιότητες απόκεινται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εναποθέτω — εναπόθεσα, εναποτέθηκα, εναποθεμένος, μτβ., αποθέτω κάτι σ ένα μέρος, αποθηκεύω, συγκεντρώνω: Στο Θεό εναπόθεσα πια τις ελπίδες μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”